- ξέσκασμα
- το [ξεσκάζω]απαλλαγή από φροντίδες, ψυχαγωγία, ξεκούρασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξέσκασμα — το, ατος ψυχαγωγία, απαλλαγή από στενοχώρια, γαλήνεψη, ηρεμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)